- πάρωνας
- ο / πάρων, -ωνος, ΝΜΑνεοελλ.ιστιοφόρο δίστηλο, δηλ. με δύο ψηλά κατάρτια, με σταυρωτές κεραίες και στους δύο ιστούς και τετράγωνα πανιά και στους δύο πόλους, κν. μπρίκιμσν.-αρχ.ελαφρό, ευκίνητο πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρῶνας — παρών light ship masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπρίκι — Δίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο με σταυρωτές κεραίες στους ιστούς. Αντίστοιχο πολεμικό πλοίο ήταν ο «πάρων». Αρχικά δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των δύο πλοίων, από το 1849 όμως που εμφανίστηκαν «οι διπλοί δόλωνες» που είχαν διάφορες… … Dictionary of Greek
παράπλους — ο, ΝΑ, και παράπλοος Α [παραπλέω] πλεύση σε μικρή απόσταση από κάποιο μέρος, ιδίως ο κατά μήκος τής ακτής πλους («παράπλοι καὶ περίπλοι καὶ εἴσπλοι ναυτῶν», Αριστείδ.) αρχ. 1. ταξίδι («ἐν δὲ τῷ παράπλῳ πολλὰς μὲν καὶ ἄλλας χώρας παρημείψαμεν»,… … Dictionary of Greek
παρώνιο(ν) — το [πάρων] μικρός πάρωνας … Dictionary of Greek